Τα Χάρκια βρίσκονται σε τοποθεσία που πιθανόν στο παρελθόν να αποτελούσε τα νότια σύνορα της περιοχής του αρχαίου Αρίου ή Αγρίου (σύμφωνα με πολλούς μελετητές, περιλάμβανε τα χωριά που βρίσκονται βορειοανατολικά της σημερινής επαρχίας Ρεθύμνης).
Τα Χάρκια βρίσκονται σε τοποθεσία που πιθανόν στο παρελθόν να αποτελούσε τα νότια σύνορα της περιοχής του αρχαίου Αρίου ή Αγρίου. Ο ποταμός Ά(γ)ριος, το σημερινό φαράγγι του Αρκαδίου, καθόριζε τα σύνορα Α(γ)ρίου-Μυλοποτάμου. Δυτικό σύνορο του ήταν το λεγόμενο Ξεροκάμαρο κοντά στο Ρέθυμνο, ενώ τα νότια όριά του πιθανολογείται ότι έφταναν στις περιοχές όπου σήμερα βρίσκονται τα Χάρκια και το Καβούσι. Θα μπορούσε, λοιπόν, να ειπωθεί ότι το Ά(γ)ριο περιλάμβανε το (μέχρι πρόσφατα) Δήμο Αρκαδίου. Η ονομασία για την περιοχή αυτή υπάρχει τουλάχιστον από τον 9ο-10ο αιώνα μέχρι και την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους.
Αρχαιότητα
Είναι άγνωστο πότε η περιοχή κατοικήθηκε για πρώτη φορά. Σε ανασκαφές που έγιναν την περίοδο 1991-1992, 2 χιλιόμετρα ανατολικά των Χαρκίων προς το χωριό Καβούσι, εντοπίστηκαν τεμάχια από μεγάλο πιθάρι μινωικής εποχής. Η σωστική ανασκαφή έφερε στο φως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, εν πολλοίς κατεστραμμένα από τις γεωργικές εργασίες που είχαν γίνει στην τοποθεσία αυτή. Τα κεραμικά αγγεία που βρέθηκαν χρονολογούνται ως της πρωτομινωικής ΙΙ (3000/2900-2300/2150 π.Χ.), μεσομινωικής ΙΙ (19ος αιώνας – 1700 π.Χ.) και μεσομινωικής ΙΙΙ – υστερομινωικής ΙΑ περιόδου (1700-1480 π.Χ.). Μια δεύτερη μινωική θέση, 1,5 χιλιόμετρο νοτιοδυτικά της πρώτης, αποκαλύφθηκε και πάλι ύστερα από γεωργικές εργασίες. Εντοπίστηκε τμήμα οικιστικής μονάδας, που χρονολογείται στη μεσομινωική ΙΙ-ΙΙΙ περίοδο (19ος αι.π.Χ. – περίπου 1600 π.Χ.). Τα ευρήματα αυτά προσδιορίζουν, κατά προσέγγιση, την αρχή της εγκατάστασης ανθρώπων στην περιοχή. Αν ήταν συνεχής, ανά τους αιώνες, η ανθρώπινη παρουσία με τη μορφή οργανωμένης κοινότητας, δεν είναι γνωστό.
Δε θα πρέπει να λησμονείται η ύπαρξη της Συβρίτου (σημερινό χωριό Θρόνος Αμαρίου) λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά, μίας από τις μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Κρήτης, που άκμασε μέχρι και τη Β’ Βυζαντινή περίοδο.
Άραβες και Ενετοκρατία
Σίγουρη θα πρέπει να θεωρηθεί και η ύπαρξη οικισμών κατά την εποχή της αραβικής κυριαρχίας της Κρήτης (824-961), κατά την οποία πιθανόν να πήρε την ονομασία του το γειτονικό Καβούσι (= μικρή πηγή). Η άποψη αυτή ενισχύεται από τις χρονικά μεταγενέστερες απογραφές των Ενετών, αφού το όνομα του χωριού ήταν ήδη γνωστό. Τα ενδιαφέροντα τοπωνύμια Κεφάλι και Έδρα στην περιοχή των Χαρκίων οδηγούν σε συνειρμούς για πιθανές πλευρές της ιστορίας του χωριού, κατά τη Βυζαντινή περίοδο, με ευρύτερη πολιτική ή θρησκευτική σημασία για την περιοχή.
Η παλαιότερη αναφορά που ως τώρα έχει καταγραφεί για τα Χάρκια είναι του 1577. Εκεί αναφέρεται το όνομα του χωριού ως “Gharchia” στην απογραφή του Ενετοκρητικού Φραντσέσκο Μπαρότσι. Επίσης, το 1583 μνημονεύεται από τον Πέτρο Καστροφύλακα ως “Carchia” με 128 κατοίκους και 190 οφειλόμενες αγγαρείες προς την Ενετική κατοχική διοίκηση και από τον Φραντσέσκο Μπαζιλικάτα ως “Charchia” το 1630.
Στην έκθεση του Ενετού Νικόλα Γκουάλντο το 1633, με τίτλο «Territorio di Rettimo», το χωριό καταγράφεται ως Gerachia και Garachia με υποχρέωση συμμετοχής στη σκοπιά του πύργου των Σαγκουϊνάτσων (Torre Sanguinazzo sentinalla) μαζί με τα χωριά Πηγή, Άνω και Κάτω Καβούσι, Λούτρα και Άγιος Δημήτριος.
Στην τουρκική απογραφή του 1659 καταγράφεται ως Harkia με 24 σπίτια, ενώ μία ακόμα αναφορά του Βιντσέντσο Κορονέλι στα 1686 καταγράφει το χωριό ως Charkia.
Από τα παραπάνω, συνάγεται ότι τα Χάρκια διατηρούν αναλλοίωτη την ονομασία τους, τουλάχιστον από το 1577, ανεξάρτητα από τον τρόπο γραφής των εκάστοτε κατακτητών. Τα Χάρκια αναφέρονται σε νοταριακό έγγραφο (συμβόλαιο) του νοτάριου Τζώρτζη Πάντιμου το 1639, όπως επίσης και σε έγγραφο του νοτάριου Μαρίνο Αρκολέο το 1644, όπου για πρώτη φορά καταγράφονται ονόματα Χαρκιανών.
Επί Ενετοκρατίας, τα Χάρκια αναφέρονται στη Φρουριακή Έκθεση των παραλίων του Ρεθύμνου, με συμμετοχική υποχρέωση αποστολής πέντε φρουρών στη φρουριακή θέση Άγιος Σωτήρας του όρους Βρύσινας με αρχηγό το Μανόλη Χορτάτζη. Η φρουριακή αυτή θέση (Salvator Di Vresina) ήταν εκείνη που λάμβανε τα σήματα της νότιας θάλασσας και τα μετέδιδε στο Ρέθυμνο.
Στο μεγαλειώδες έπος του Ρεθυμνιώτη Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή «Κρητικός Πόλεμος», στον οποίο αφηγείται την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους κατά τα έτη 1642-1669, αναφέρεται το χωριό ως ένα από αυτά που ένιωσαν τη μανία του κατακτητή:
«Αλιάκες, Χάρκια παίρνουσι, Καβούσι και Κυριάννα...»
Μια νέα περίοδος για τα Χάρκια, αλλά και για ολόκληρη την Κρήτη, μόλις άρχιζε...



Η αγωνιστικότητα και η θυσία των Χαρκιανών ήταν πολύ σημαντικές στους συνεχιζόμενους απελευθερωτικούς αγώνες κατά των Τούρκων. Πιο συγκεκριμένα στις συνεχείς επαναστάσεις του 19ου αιώνα πολέμησαν Χαρκιανοί και Καβουσανοί, όπως συνέβη στο χωριό Σκουλούφια, όπου προσπάθησαν μάταια να αναχαιτίσουν τις τουρκικές δυνάμεις που κατευθύνονταν προς το Αρκάδι.
Επαναστάτες με επικεφαλής τον Παπά Μαρουλιανό, τον Στυλιανό Βαρδάκη και τον Χαρκιανό Νικόλαο Βενιανάκη, πολέμησαν στην περιοχή του όρους Βρύσινας στις 20 Οκτωβρίου 1866, καταλαμβάνοντας τα υψώματα Ακόνια, Πέταλο και Κεντρί, σε μάχη στην οποία έλαβε μέρος με τους άνδρες του και ο Πάνος Κορωναίος, γενικός αρχηγός του αγώνα. Ο εχθρός αρχικά αποκρούσθηκε αλλά έπειτα, όταν ενισχύθηκε με ισχυρή δύναμη από το Ρέθυμνο, ανάγκασε τους επαναστάτες να υποχωρήσουν. Για την καλύτερη αμυντική θωράκιση της περιοχής του Αρκαδίου καταλήφθηκαν θέσεις στα χωριά Χάρκια, Καβούσι και Σκουλούφια. Ομάδα Τουρκοκρητικών, κινούμενοι με τους αρχηγούς τους προς το Αρκάδι το πρωί της 7ης Νοεμβρίου, προσπάθησαν να παραπλανήσουν τους αμυνόμενους κρατώντας ελληνικές σημαίες. Το τέχνασμα αυτό έγινε αντιληπτό και τράπηκαν σε φυγή.
Στο Αρκάδι έντονη ήταν η παρουσία των υπόλοιπων Χαρκιανών αγωνιστών. Στο έργο του Τιμόθεου Βενέρη «Το Αρκάδι δια των αιώνων» αναφέρονται «οι εκ του χωρίου Χάρκια αιχμαλωτισθέντες Βενιανάκης Νικόλαος, Κατικάς Ιωάννης ή Καπαρός, Κατικάς Μιχαήλ ή Καπαρός, Τσιγώνης Νικόλαος με τη σύζυγό του Ελισάβετ το γένος Φουρτίνη από την Βισταγή Αμαρίου και οι φονευθέντες Βασιλακάκης Ιωάννης ή Χαρκιανός (παντρεμένος στην Αμνάτο), Κατικάς Εμμανουήλ ή Καπαρός, Κατικά Μαρία, Γεώργιος Μιχ. Μακρυπόδης με τη σύζυγο του Ειρήνη Φραγκ. Κοτζαμπασοπούλα από το Καβούσι, 8 μηνών έγκυος και τα τέκνα αυτών Ειρήνη, Μιχαήλ, Σοφία, Νικόλαο, Ευαγγελία, Ευάγγελο, ολοκαυτωθέντες εν τη πυριτιδαποθήκη».
Μετά την πτώση και το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, στην αναφορά της Γενικής των Κρητών Συνέλευσεως, (20 Νοεμβρίου 1866 με τίτλο «Έκθεσις της Εφόδου, αποκρούσεως και εις τον αέρα αναπετάσεως της εν Ρεθύμνη Μονής Αρκαδίου Αγ. Κωνσταντίνος», αναφέρεται ότι:
«...τοσαύτην δε εντύπωσιν επροξένησεν εις τον εχθρόν ώστε επιστρέφων εις Ρεθύμνην
επυρπόλησεν τα δύο Καβούσια και τα Χάρκια και τινας προτυχόντας εξ ανάγκης κατέσφαξεν»

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα Χάρκια ήταν γνωστά ως «κωμόπολη και πατρίς του Βενιανάκη», από τον επαναστάτη και οπλαρχηγό του Ρεθύμνου Νικόλαο Βενιανάκη.
Δήμος Αρκαδίου – Ένωση με την ελεύθερη Ελλάδα – Κοινότητα Χαρκίων
Το 1881, ανάμεσα στα χωριά που αποτελούσαν το Δήμο της Αμνάτου, που κατόπιν μετονομάστηκε σε Δήμο Αρκαδίου, καταγράφονται τα Χάρκεια με 130 χριστιανούς και 7 μουσουλμάνους κατοίκους και το διπλανό Καβούσι με 74 χριστιανούς και 22 μουσουλμάνους.
Πρώτος δήμαρχος Αρκαδίου ήταν ο γιος του Νικολάου Βενιανάκη, Γεώργιος, με ειδικό πάρεδρο Χαρκίων τον Κωνσταντίνο Σκαλίδη.
Την ταραγμένη περίοδο 1890 έως 1898, αναφέρεται δολοφονία χριστιανού από δυο μουσουλμάνους στην περιοχή των Χαρκίων στις 25 Μαρτίου 1890, ενώ τον Οκτώβριο του 1895 στη θέση Ξεροκάμαρο του Ρεθύμνου δολοφονήθηκε από Τούρκους ο Φραγκιάς Σκαλίδης, πατέρας τεσσάρων ανήλικων παιδιών.
Επίσης, αναφορές υπάρχουν για πυρπολήσεις στα πλαίσια των ταραχών μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων:
...η Τρίτη φωτιά τέθηκε στη θέση «Αμυγδαλόπορος» της Μαρουλιανής χαλέπας και έφτασε μέχρι το χωριό Αγία Τριάδα, όπου περίπου 15 Χριστιανοί από τα Χάρκια, βλέποντας να καίγονται οι περιουσίες τους, έσπευσαν να την κατασβήσουν[...]Κάηκαν περίπου 5.000 ελαιόδεντρα στην περιοχή του χωριού Αγία Τριάδα. Οι καπνοί φαίνονταν και τις δύο επόμενες ημέρες έξω από την τουρκική στρατιωτική ζώνη.
Τον Μάρτιο του 1897 ένα κείμενο - καταγγελία 1550 επιφανών Κρητών δημοσιεύεται και καταγγέλλει τον “πολιτισμένο κόσμο” για αδιαφορία μετά το βομβαρδισμό της Κρήτης. Μεταξύ αυτών Επίσκοποι, δήμαρχοι, οπλαρχηγοί, λόγιοι και επιφανείς άνδρες της εποχής.
Το κείμενο των Κρητών κατά της Ευρώπης και Αμερικής έχει ιστορική αξία λόγω και των επαναστατών και άλλων παραγόντων του νησιού που υπέγραψαν. Από τον τότε Δήμο Αμνάτου, αναγνωρίζουμε τα ονομάτα των Χαρκιανών Μιχαήλ Πανταγιά, Στυλιανού Βενιανάκη και Βασίλειου Σκαλίδη.
Μετά το 1898, η κατάσταση μεταβάλλεται, καθώς οι Χριστιανοί κάτοικοι κυριαρχούν πλέον και πραγματοποιείται η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Τα Χάρκια έχουν παρουσία τόσο στους Βαλκανικούς πολέμους την περίοδο 1912-1913, όσο και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στα γεγονότα του 1922 στη Μικρά Ασία.
Ο Μανούσος Αντ. Πανταγιάς έλαβε μέρος στις μάχες του Κιλκίς, του Λαχανά, στην κατάληψη των Ιωαννίνων και σκοτώθηκε στη μάχη του Μπέλες (1913). Στους Βαλκανικούς πολέμους πολέμησαν ακόμα (σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες ) οι: Γαλάνης Ευάγγελος, Κατικάς Εμμανουήλ, Κουρνιανός Εμμανουήλ, Κουρνιανός Νικόλαος, Μακρυποδάκης Γεώργιος, Σκαλίδης Χαράλαμπος και ο Τσουτσουδάκης Εμμανουήλ, που, τυλιγμένος σε αγουδούρους και προσποιούμενος το θάμνο που τον κινεί ο άνεμος, πλησίαζε και έκανε θραύση στο εχθρικό στρατόπεδο.
Επίσης στα γεγονότα του 1922 στη Μικρά Ασία, οι Χαρκιανοί δίνουν για ακόμη μία φορά το παρόν με τους: Κωστάκη Εμμανουήλ (παντρεύτηκε μετέπειτα στα Χάρκια), Πανταγιά Ιωάννη, Σκαλίδη Φραγκιά, Σκαλίδη Εμμανουήλ, που έπεσε μαχόμενος, και Πανταγιά Κωνσταντίνο, που κατατάχθηκε ως κληρωτός στον ελληνικό στρατό το 1917 και πολέμησε στο πλάι των συμμαχικών δυνάμεων με τις οποίες βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1919. Πήγε στη Μικρά Ασία την Πρωτομαγιά του 1919 με την 12η Μεραρχία Πυροβολικού. Έλαβε μέρος στις μάχες μέχρι το 1922 που συνελήφθη αιχμάλωτος μαζί με ολόκληρο το Γ. Σώμα Στρατού που διοικούσε ο στρατηγός Τρικούπης. Έμεινε συνολικά 9 μήνες αιχμάλωτος, μέχρι το 1923, που με την ανταλλαγή αιχμαλώτων επέστρεψε στην Κρήτη. Στα Χάρκια θεωρούνταν ήδη νεκρός, είχαν γίνει μάλιστα και τα μνημόσυνα του, όταν επέστρεψε στο χωριό το 1924!
Στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε ο Φώτης Μπαροτσάκης (ήταν μέλος της αντιστασιακής ομάδας του Πετρακογιώργη) και ο Βενιανάκης Κωνσταντίνος του Στυλιανού (γεννήθηκε το 1919), πολέμησε με το 561 Τ.Π. Τελικά, έπεσε μαχόμενος στον Εμφύλιο, στη Μουργκάνα (Μαυροβούνι) στις 15 Σεπτεμβρίου 1948.
Μεταπολεμικά, αρκετοί Χαρκιανοί μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Στις 4 Δεκεμβρίου 1997, η κοινότητα καταργείται και υπάγεται στο νεότευκτο Δήμο Αρκαδίου.
Στις απογραφές του 20ου αιώνα το χωριό καταγράφεται ως «Χάρκεια» το 1900 με 162 κάτοικους, το 1920 καταγράφεται με 198 και το 1928 ανήκει στην κοινότητα Κυριάννας με 247. Στις 19.01.1931 έχουμε την σύσταση της κοινότητας Χαρκίων με την απόσπαση των οικισμών Χάρκια και Καβούσι από την κοινότητα Κυριάννας. Τα Χάρκια ορίζονται ως έδρα της νέας έδρα κοινότητας. Το 1951 καταγράφονται 259 κάτοικοι, το 1961 206 και το 1971 κάτοικοι 148. Στις 04.12.1997 η κοινότητα καταργείται και υπάγεται με το νεότευκτο Δήμο Αρκαδίου.
Σήμερα τα Χάρκια ανήκουν, όπως και όλος ο υπόλοιπος Δήμος Αρκαδίου, στο Δήμο Ρεθύμνου.
Δραστηριότητες του χωριού
«… α δεν είναι χαρκιανός, δεν τόνε θέλω!»
Στα παλαιότερα χρόνια, αλλά και σήμερα, οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία. Φημισμένος ήταν ο χαρκιανός αθότυρος, του οποίου η παραγωγή στα μικρά πετρόχτιστα μητάτα του χωριού δυστυχώς έχει σταματήσει. Δεκάδες ιστορίες αναφέρουν τον «θρύλο» που είχαν δημιουργήσει οι χαρκιανοί αθοτύροι με την υπέροχη γεύση τους και τη βελούδινη υφή τους. Στο Ρέθυμνο οι Χαρκιανοί με τα πόδια ή με τα μουλάρια τους, πολλές φορές με αντίξοες συνθήκες, κατέβαιναν να τους πουλήσουν και τα κατάφερναν με σχετική άνεση. Ακόμα και στην Αθήνα έφτανε η φήμη των αθότυρων αυτών, με καταστήματα να διαφημίζουν «Χαρκιανούς ανθότυρους» ξεγελώντας τους ανυποψίαστους πελάτες τους αρκετά χρόνια μετά το πέρας της παραγωγής τους στο χωριό!
Μια χαρακτηριστική ιστορία συναντήσαμε στο βιβλίο της κας Μαρίας Τσιριμονάκη «Αυτοί που έφυγαν - αυτοί που ήρθαν», σελ. 70. Μια μαρτυρία του Λεωνίδα Καούνη: Σε ταξίδι του στη Μικρά Ασία, για να συναντήσει παλιούς γνώριμούς του μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922, αναφέρει μια επίσκεψη του στον Τζελάλ, το γιο του Χαϊντέρ Μπέη Χατζημπεκηράκη , μεγαλοκτηματία και βουλευτή της Κρητικής Πολιτείας. Εκεί γράφει:
«Μαζί με μερικά δώρα που κρατούσα ήταν και ένας αθότυρος. Όταν ο Τζελάλ αντίκρυσε τον αθότυρο είπε χαρακτηριστικά: Μπρε Λεωνίδα, α δεν είναι χαρκιανός, δεν τόνε θέλω!»
Από τις πιο παλιές ασχολίες των Χαρκιανών ήταν η παραγωγή και εμπορία κάρβουνου. Σε μικρούς λάκκους κατασκεύαζαν καμίνια, στα οποία, καίγοντας ρίζες και κλαδιά δέντρων, έφτιαχναν κάρβουνα. Απόδειξη γι' αυτό οι καρβουνόλακκοι που υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Το εμπόριο του κάρβουνου ήταν από τους βασικότερους πόρους των Χαρκιανών και πιθανόν ένας από τους λόγους της ονομασίας των Χαρκίων, όπως θα δούμε παρακάτω. Μεγάλη ήταν και είναι η παραγωγή λαδιού και κρασιού. Πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές που πέρασαν από το Αρκάδι έχουν περιγράψει με τα καλύτερα λόγια τα κρασιά που παράγει η περιοχή. Τέλος, το τοπωνύμιο Ανεμόμυλος, δυτικά του χωριού, υποδηλώνει ανάλογη δραστηριότητα (πολύ σημαντική για την περιοχή, όπως είναι ευνόητο), από την οποία όμως κανένα κατάλοιπο δε σώζεται.
Προέλευση του ονόματος
Για την προέλευση του ονόματος του χωριού υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Είτε προέρχεται από τα χαλκεία, τα οποία στην κρητική διάλεκτο λέγονται χαρκιδιά, οπότε και το χωριό θα έπρεπε να γράφεται Χάρκεια, είτε σχετίζεται με την κύρια ενασχόληση των Χαρκιανών της παλιάς εποχής ως καμινάρηδων, από τα καμίνια που παρασκεύαζαν κάρβουνα, οπότε γράφεται Χάρκια.
Μία άλλη εκδοχή συνδέει το όνομα του χωριού με τα “χαράκια”, που σημαίνει βράχοι στην κρητική διάλεκτο, ενώ η αραβική λέξη charkia σημαίνει ανατολή, ανατολικά, κάτι που ίσως συνδέεται με την ονομασία και την ιστορία του γειτονικού χωριού Καβούσι.



Αρχιτεκτονική–Δημόσια κτήρια
Όπως και τα περισσότερα χωριά της Κρήτης, τα Χάρκια είναι χτισμένα χωρίς καμία ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Το κλίμα της περιοχής έπαιζε σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση του οικισμού.

Στις ορεινές περιοχές όπως των Χαρκίων όπου το κρύο και πολλές φορές το χιόνι κυριαρχούν το χειμώνα, τα πέτρινα σπίτια κτίζονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Είχαν πολλούς τοίχους κοινούς, τους λεγόμενους «μεσότοιχους», και ένα ή δύο εκτεθειμένους στην ατμόσφαιρα. Έτσι η θερμότητα από την παρασιά (=τζάκι) διατηρούνταν περισσότερο. Οι χωμάτινες στέγες των, από το ειδικό «δωματόχωμα» , τη λεπίδα, ήταν συνέχεια η μία με την άλλη, σε τέτοιο σημείο ώστε να μην αναγνωρίζονται τα όρια των κατοικιών που στέγαζαν. Τα στενά σοκάκια είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής των χωριών της Κρήτης.
Ένα κτίριο άξιο αναφοράς είναι το παλιό σχολείο του χωριού στην κατασκευή του οποίου πρωτοστάτησε ο Ιωάννης Κατικάκης, στο ισόγειο του οποίου μετέπειτα στεγάστηκε το κοινοτικό γραφείο. Το νεότερο σχολείο του χωριού, ερημωμένο πλέον και αυτό, χτίστηκε στα βόρεια, αμέσως μετά την εκκλησία του Αγ. Αντωνίου. Σήμερα στον περίβολο του σχολείου βρίσκεται το καφενεδάκι του πολιτιστικού συλλόγου.
Εκκλησίες
Στο βάθος της ρεματιάς ανατολικά του χωριού βρίσκεται η παλαιά εκκλησία της Αγίας Άννας. Οι εικόνες του τέμπλου εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης (αναγεννησιακής τεχνοτροπίας) χρονολογούνται γύρω στα 1860, όπως φαίνεται από φθαρμένη επιγραφή. Το τέμπλο της εκκλησίας με τον περίτεχνο ανάγλυφο διάκοσμο φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1920 από τον εξαίρετο λαϊκό ξυλογλύπτη και κατασκευαστή τέμπλων Γιαννιό (Ιωάννη) Λίτινα από το χωριό Πλατάνια Αμαρίου, ο οποίος πέθανε αφήνοντας ασκάλιστο τον τελευταίο μικρό κίονα. Εκτός από τις εικόνες του 19ου αιώνα υπάρχει και αντιμήνσιο του 1878.

Σε επίσκεψή του το καλοκαίρι του 2004, ο διακεκριμένος καθηγητής αρχαιολογίας Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης κατέληξε, με σχετική βεβαιότητα, στο συμπέρασμα ότι το σημερινό κτίσμα του ναού οικοδομήθηκε γύρω στα 1800 πάνω στα ερείπια προγενέστερου κτίσματος (φαίνονται ίχνη από δύο παλαιότερες οικοδομές κάτω από τη σημερινή), εκτός αν απλώς ο ναός ανακαινίστηκε τότε, σε βαθμό όμως που είναι αδύνατον να υπολογίσουμε την αρχική του μορφή ή την εποχή της πρώτης του οικοδόμησης χωρίς τη διενέργεια ανασκαφών.
Οι εικόνες του τέμπλου πάντως εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης (αναγεννησιακής τεχνοτροπίας) πρέπει να είναι του 1860, όπως φαίνεται από φθαρμένη επιγραφή. Κατά μαρτυρία του προηγουμένου της Μονής Αρκαδίου π. Τίτου Βαμβακά, το Δωδεκάορτο του τέμπλου του ναού (οι εικόνες των δώδεκα μεγάλων εορτών που ζωγραφίζονται στην κορυφή του τέμπλου) αγιογραφήθηκαν το 1905, συγχρόνως με το αντίστοιχο Δωδεκάορτο του ιστορικού ναού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης του Αρκαδίου.

Η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, κτισμένη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 σε περίοπτη θέση στο πάνω μέρος του χωριού, είναι ευρύχωρη, επιβλητική, με αξιόλογο τέμπλο και αγιογραφικό διάκοσμο.

Τέλος, στο λόφο Κεφάλι, στο βορινό τμήμα του χωριού, βρίσκεται το γραφικό παρεκκλήσι του Αγ. Νικολάου (1992) το έκτισε η οικογένεια Νικολάου Κατικά.
