[Ο Θοδωρής Ρηγινιώτης γράφει ένα παραμύθι που
συνδυάζει θρύλους και παραδόσεις που καταγράφηκαν στα Χάρκια]
«Κι από πού ’σαι, λυράρη;»
“Δεν κάνει να μιλήσω, για θα μου πάρουν τη φωνή!”
«Ποιό ’ναι το χωριό που βγάνει τέθοιους όμορφους, λακκουδοπηγουνάτους, φεγγαροπρόσωπους, λιγνομέσηδες, ανοιχτοκουταλάτους άντρες;»
Οι νεράιδες χορεύουν τυλιγμένες σε κόκκινο φως κι ένας νέος, με τη λύρα του (ένα λυράκι παλαιινό, με αντερέινες κόρδες και γερακοκούδουνα στο γυριστό δοξάρι, πού ’χει περασμένες τρίχες από την ουρά του μουλαριού του), στέκει στον κύκλο στο σταυροδρόμι διακινδυνεύοντας τη ζωή και το νου του για να μάθει το ξωτικό, το νεραϊδίσιο παίξιμο, καταπώς το λέγανε οι παππούδες του, κι οι δικοί μου παππούδες!…
- «Δε μασέ μιλείς; Δε σε πειράζομε! Έλα να σου μάθομε τα παιγνίδια, που μάθαν’ οι Δασκάλε’ μας των παλαιώ σας, τω ναυτικώ και των πραματευτάδω!»
“Μη μιλείς, μη μιλείς, βάστα, καρδιά μου!…”
- «Κατέχω ’γώ, νεράιδες μου, αδερφίδες μου, από πού ’ναι, κι ας είν’ εκείνος ακατάδεχτος και δε μιλεί –κι ας σηκώνει τ’ αρθούνι ντου[1] και κάνει πως δεν τ’ αρέσομε!
«…Πως δεν τ’ αρέσομε!»
«…Πως δεν τ’ αρέσομε!»
«…Απού τα Χάρκια!»
Σκληρίξανε οι ξωτικές, σαν τα νυχτοπούλια, στριφογυρίζοντας μανιασμένες:
«Τα Χάρκια! Το χωριό του Βενιανού!»
«Τα Χάρκια! Το χωριό τση Φατουμές!»
«Τα Χάρκια! Το χωριό του Γεγενού!»
“Τα Χάρκια! Το χωριό τσ’ αγίας Άννας!”
«Έβγα απ’ τον κύκλο σου, να χορέψομε, να παίξομε τση νύχτας τα παιγνίδια!»
Τ’ άστρα κινούνται αργά στον ουρανό. Η Πηλιά, οι Πήχες, ο Κάτης, η Αίγα[2] –κι ο νιος ο λιγνομέσης, ο φεγγαροπρόσωπος κι ανοιχτοκουταλάτος, στο σταυροδρόμι του Αρκαδιώτικου φαραγγιού, μέσα στον κύκλο του (χαραγμένο με μαυρομάνικο μαχαίρι), στέκει σιωπηλός, τρομαγμένος, με τη λύρα στα χέρια, περιμένοντας τη μύηση! Οι νεράιδες, ανάερες, με ρούχα από όνειρα και σύννεφα, σειρήνες, κόρες της Κίρκης, στροβιλίζονται χορεύοντας και ξεπλανεύοντάς τον με πειράγματα τόσο ερωτικά, που ξεχνάει ότι είναι δαιμονικά πλάσματα –κι αν το σοξεχάσει, εχάθηκε, κι η μάνα του δε θα τον ξαναδεί, κι η αγαπά δε θα καταλάβει τι έχασε που δεν του παραδόθηκε όταν ήταν η ώρα!…
Τα Χάρκια, το Καβούσι, η Αγιά Τριάδα, τ’ Αρκάδι κοιμούνται. Αγίοι, δεντρά, χαράκια, σπίθια, σοκάκια κοιμούνται, και μόνο τα στοιχειά ξαγρυπνούν –τα στοιχειά και οι ερωτευμένοι.
“Ποιά ’ν’ η πεντάμορφη τούτηνέ, με τσι μακρές πλεξούδες, που πιάνει με τσι νεράιδες στο χορό;”
«Η Φατουμέ!»
«Η Φατουμέ!»
“Η Μαρία!”
«Καλώς την αδερφή μας!»
“Καλώς τη χωριανή μου!”
«Έλ’, αδερφή μας, να χορέψομε, να παίξομε τση νύχτας τα παιγνίδια! Κι άσ’ τον αυτόν τον ακατάδεχτο, να ρέγεται στου φόβου το κουλούρι!»
«Στο Καβούσι, στου Ξηρά τα σπίθια που λένε, ήσανε Τούρκοι. Κι εκειδά ήτον ένας, ο Μουσταφάς, κι είχενε δυο τρεις κοπελιές, κι η μια απ’ αυτές, η Φατουμέ, ήθελε να ρωμιέψει! Κι εσηκώνονταν το πρωί, απής ’θελα φυγει ο μπαμπάς τση, τ’ αδερφια τση, να πάει στον Αη Γιώργη να θυμιάσει. Οντέ ’θελα ρθεί ο μπαμπάς τση, ’θελ’ ακούσει τη λιβανέ, να τση πει: “Επήγες πάλι κι εθύμιασες! Εσύ θες να γενείς ρωμιά, ε;”, και να τη δείρει!
»Εμεγάλωσεν αυτή κι έφυγεν απού το σπίτι τζη, κι επήγενε στου Μαναρή το δάσος κι εκρύφτηκενε σε μια χαράδρα μέσα. Κι επέρναν’ ο μπαμπάς τση και την εγύρευγε και τη γυρεύγανε πολλοί και δεν τη θωρούσανε. Ύστερα, απής δεν την ήβρανε, έφυγεν αυτή κι επήγε στ’ Αρκάδι και τη βαφτίσανε και την εβγάλανε Μαρία.
»Και την ήθελε ένας απού τη Μπισταή, και δεν την επήρεν ύστερα. Και την επήρεν ένας χωριανός μας, Στελιανάκη τον ελέγανε. Και την επήρενε, και τη γυρεύανε, τη γυρεύανε, αυτή ’θελα τηνέ σκοτώσει ο μπαμπάς τση α ’θελα τήνε βρει, γιατ’ ήτον αυτός Τούρκος και αυτή ερώμιεψε.
»Κι εφύγανε κι επήγανε, λέει, στην Αθήνα. Μετά ήρθανε κι εκάτσανε στο χωριό. ’Θελά ’ρθουνε τα αδέρφια τζη, ’θελα πάει η μάνα τζη κάθε βραδιά παρά βραδιά, μ’ ένα μπεγίρι απού ’χεν ο Τούρκος (αυτός είχενε πολλά μπεγίρια), να βάλει ό,τί ’χενε στο σπίτι, να τα φορτώσει τ’ Αλμπάνη, του γιου τζη, να τα φέρει εκειά, στου Μανούσο του Πανταγιά το σπίτι, απου ’ναι ’κειέ. Ήτον απόξω μια μπουρνιελέ και μια μουρνέ, και ’θελα βγει απού τη μουρνέ να πάει στο παραθύρι, να χτυπήσει τσ’ αδερφής του, να κατεβεί να πάρει τα πράματα, να φύγει μετά.
»Ύστερα ’δά εφύγαν οι Τούρκοι, έκαμεν αυτή παιδιά, το Χρήστο, το Μανώλη, τον Κωστή, την Όλγα την προέδραινα, έξε κοπέλια. Ε, κι ήτονε ’παέ κι ήτονε καλή η κακομοίρα κι ετραγούδιεν ωραία, εχόρευγενε, ήτονε μερακλίνα. Ήτονε καλή γυναίκα, μα ετράβηξενε πολλά ώστε να ρωμιέψει γιατί την εζιγώνανε τα αδέρφια τση, ο μπαμπάς τση…
»Κι ύστερα, λέγανε, εσκοτώθηκεν ο μπαμπάς τση. Ο άντρας τση ο Στελιανάκης ήτονε βορδωνάρης εις στ’ Αρκαδι κι επέρνανε μια βραδιά κι εφώνιαξε του πεθερού ντου, τάχατες να τόνε δει (όχι πως ήτον αυτός ο φονιάς, μόνο άλλος), κι επρόβαλεν ο Τούρκος να δει ποιός είναι και τον εσκότωσε.
»Και μου τα ’λέγαν εδά τούτανά η γιαγιά μου και τση Χηρολένης η μάνα, απού ’σαν αυτές εκειά όλο. Έφταξα βέβαια και την Τούρκισσα ’γώ ’παέ και μου ’λέγανε ούλες τσ’ ιστορίες…»[3]
“Ποιός είναι τούτοσές ο γίγαντας, που βαστά το χουρχουδάκι, σαν το Διγενή, σαν τον Ηρακλή με το ρόπαλό ντου;”
«Ο Γεγενός!»
«Ο Γεγενός!»
“Ο Γεγενός! Είντά ’ρθενε να κάμει σ’ ετούτηνέ τη νεραϊδοσύναξη; Με πειράζουν οι διαόλισσες, μα δε μιλώ, δεν πορίζω, δεν ταράσσω!…”
«Πολλά τού ’χάλανε τη δουλειά του Χατζή Αγά απού την Αμνάτο (όντεν επήγενε στα Χάρκια κι έβανε τσι γυναίκες κι εχορεύγανε στο ρόβι[4] απάνω, για να κάνει την όρεξή ντου ωσάν τ’ οζό) ο Γεγενός, ο οραδάτος άντρας[5]!
»Αποφασίζει μια βραδιά να τονέ ξεβγάλει και λέει τση καντίνης του: “Απόψε θα πάω στα Χάρκια, κι άνε γιαγείρω θα ’χω σκοτωμένο το Γεγενό. Ανέ γιαγείρει μοναχή η φοράδα μου, θα μ’ έχει σκοτωμένο εκείνος”.
»Φτάνει στα Χάρκια τη νύχτα και λέει του Γεγενού να τόνε πάει στ’ Αμάρι. Έκειά που πηγαίνανε, μετά λίγη ώρα, λέει ο αγάς: «Ανέ τσαχτίσω από ’παέ με το τουφέκι, θ’ ακουστεί στο χωριό;» «Μπορεί ναι, μπορεί όχι» απαντά ο Γεγενός. Πολεμά ο αγάς μια και δυο φορές να του παίξει, μα για καλή ντου τύχη ο σισανές δεν κεντά. “Είντα κάνεις έτουδά, αγά;” του λέει ο Γεγενός. ”Πράμα!" απαντά ο αγάς.
»Κακοβάνει ο Γεγενός και τη δεύτερη φορά του λέει: «Έμπα ομπρός, αγά». Μπαίνει ομπρός ο αγάς, μα μια στιγμή γυρίζει να του ξαναπαίξει! Γυρίζει κι ο Γεγενός το χουρχουδάκι ντου και σκοτώνει το Χατζή Αγά!
»Δίχως να χάσει καιρό, τονέ φορτώνεται, βρίχνει μια ν-τρύπα, τονέ πετά μέσα και φράζει τον πόρο με μια μεγάλη πέτρα.
»Και σήμερ’ ακόμη, έκειά που ’σκοτώθηκεν ο αγάς το λένε “στου Χατζή την άσπα” κι έκειά που τόνε πέταξεν ο Γεγενός “στου Χατζή την τρύπα”.
»Για κακή τύχη, η φοράδα του Χατζή Αγά γύρισε στην Αμνάτο, οι Τούρκοι εκινήσανε και τον επιάσανε! Τον εφέρανε στο Ρέθεμνος και τον εκρεμάσανε στον Πλάτανο, πού ’χε φαωμένους πολλούς χρισθιανούς...
»Έκειά που τονε ελαλιούσανε, λέει ο Γεγενός ενούς Τούρκου: “Σίμωσε να σου πω” –κι όντεν εσίμωσεν εκείνος, παίζει του μια λαχτέ και τον αφήνει στον τόπο!»[6]
“Τούτονέ τον άντρα τονέ γνωρίζω, με τη φεσάρα …, αν είσαι ο Βενιανός, κάμε το σταυρό σου και βοήθησέ μου!”
«Ο Βενιανός! Καλώς το στο χορό μας το παλληκάρι του ’58, του ’66, του ’78! Τον απροσκύνητο, τον πολεμάρχο, τον υγιό τση Κρήτης!
»Δεν εκρύγιανε ντο τουφέκι στη χέρα σου καθόλου, δεν εσκόλασε ντο γιαταγάνι, δεν επλυθήκανε τα αίματα, δεν εκλείσανε οι πληγές του κορμιού σου! Μια ζωή πόλεμος, μια ζωή για τη λευτεριά! Σαράντα έξε γυναικόπαιδα μοναχός σου υπεράσπιζες στ’ Αρκάδι, σ’ ένα κελλί –και γύρου γύρου μιλλιούνια οι μπουρμάδες! Φυλακή, τυραννίες, βούρδουλας, δεν εζεύλωσες! Μα δεν εχάριζες κιανενούς, κι η Μοίρα κι ο Χάρος σ’ εφοβούντανε, Διγενή μας!»
“Έλα, Νικολή Βενιανέ, Χαρκιανέ αντρειωμένε, ασύβαστε, Αρκαδιώτη! Αληθινός είσαι; ψοματένιος; Δε γατέχω! Μα παίρνει ανάτρεξη η καρδιά να σε θωρώ, να λαλείς τον πηδηχτό, νά ’χεις φτερά από φωθιά, σαν του Μιχαήλ αρχαγγέλου! Εσύ θά ’σαι η αιτία να βαστάξω, να μη μουτίσω[7]! Καλώς όρισες!”
«Ο Νικολής ο Βενιανός, εγεννήθηκε το Μεγάλο Αρμπεντέ, τα ’21, κι ούλη ντου τη ζωή άλλο δεν έκανε παρά να πολεμά! Είντα Μοίρες ήρθανε στην κούνια ντου; Οι Μοίρες του Πολέμου! Κι είντα κανίσκι του φέρανε; Καρεφίλι! Και πώς τον ασημόσανε; Με γιαταγάνι! Κι είντα του μοιράνανε; Βάσανα, μόνο βάσανα!
»Πρέπει χορό στελιώσανε οι Μοίρες στο κλινάρι ντου –κιαμιά λαλά δε τζ’ είδε, κιαμιά μαμμή δε τζ’ ασκιάχτηκε, κουλούκι δε τζ’ ανέμιζε να κλαουρίσει! Κι εβάστανε η μια το καρεφίλι, κι η γι-άλλη το σπαθί, κι η γι-άλλη το δισκοπότηρο με το δάκρυα!
»Κι όντεν εγροίκαν ο Νικολής τη στόρηση των παλαιών αγώνω κι εθώργιενε τα βάσανα τω χρισθιανώ, εκένταν’ η καρδιά ντου: πότες να πολεμήσει! Και νά τα ’58, ο σηκωμός του Μαυρογέννη –πρώτος ο Νικολής! Και πράμα λευτεριά, αίματα μόνο, και θρήνος και περίσσα τα βάσανα! “Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας”, που λέει κι ο υμνωδός…
»Και να τα ’66 –πρώτος ο Νικολής! Ζεστό το αίμα ακόμη στου σπαθιού ντου την άκρα, πλια ζεστό στην καρδιά ντου, ηφαίστειο, έτοιμο να παίξει τη βροντή, να γεμόσει τον ουρανό καπνούς και φλόγες τρομερές –και την έπαιξε!
»Πρώτα στο Ρέθεμνος, μετά στα Σφακιά, οπλαρχηγός του ανατολικού Ρεθέμνους, σωτήρας πολλών παλληκαριώ! Και μετά, τ’ Αρκάδι –το μαναστήρι μας! Η γειτονιά μας! Να λείπει ο Νικολής; Ο Θεός να μην το κάμει!
»Πόλεμος! Κακό πράμα –μέσα στη φωθιά, έκειά ’τονε κι εκείνος! Με γυναίκες και κοπέλια σ’ ένα κελλί, αμοναχός του να πολεμά να μη ντα σφάξουν οι Τούρκοι, και τελικά παραδίνεται, γιατί τα λυπάται να κλαίνε κι ολπίδα νίκης μπλιο δεν είναι.
»Και μπαίνει στη φυλακή, στη Φορτέτζα, με τσι βαρειές αλυσίδες και το βούρδουλα στη ράχη, σάμε που δίδει χάρη ο Πασάς –κι απόις, είντα να κάμει; φεύγει πάλι στο βουνό, χαϊνεύγει, κι ο Θεός έχει!
»Και τελειώνει ο πόλεμος, και πράμα λευτεριά, αίματα μόνο, και θρήνος και περίσσα τα βάσανα! Γιαγέρνει στο Καβούσι (από ’κειά ’ταν η γυναίκα ντου), τιμές και δόξες θέλει το Ρωμέικο να του δώσει, πράμα αυτός, ανημένει να παίξει το κανόνι –και νά τα ’78, πρώτος ο Νικολής! Η Σύβαση τση Χαλέπας, μα λευτεριά…
»Εδά μπλιο τηνέ θωρεί την Κρήτη λεύτερη ο Νικολής, από ’κειά πάνω που κάθεται στον ουρανό, κι ανεμίζει η φεσάρα ντου με τα νέφαλα, και θα χαίρεται –γ-ή μπορεί και να στενοχωράται, γιατί θα θωρεί και στραβά κι ανάποδα…»[8]
***
«Νεράιδες μου, αδερφίδες μου, έκραξεν ο μαύρος!»
“Α, εβάλαν’ ομπρός οι πετεινοί και κράζουνε, ξημερώνει! Έλα, Μέρα! Ξημερώνει τσ’ 25 του Δευτερογούλη[9], εδά θα προβάλει η αγία Άννα να πάει στη λειτρουγιά, θα προβάλει κι η Παναγία να πει την εορτή τση Μάνας Τση, και θα με ξεμιστέψει[10]!…
”Μα ποιά ’ναι τούτηνέ η πρωτοχορεύτρα, νύφη στολισμένη, με τα λουλούδια στο φουστάνι, με τσι μακρές πλεξούδες, που πιάνει ’δά λιοπρώτη στο χορό; Αλοίμονός μου, η Μαριγώ του Κατικά ’ναι, κι ήρθε γ-κι εκείνη (ψόματα, νεραϊδοψόματα) να με πλανέψει με την αθάνατη, ξακουστή στα παραμύθια μας, πολυτραγουδισμένη, τυραννισμένη ομορφιά τζη! Την ομορφιά που ’παινέσανε οι Σφακιανοί ριμαδόροι[11], όντε ντην είδανε πνιμένη στον Πλατύ Ποταμό!…”
Αφρουγκαστείτε, φίλοι μου, όλοι μικροί μεγάλοι,
να σάσε πω του Κατικά τση Μαριγώς τα βάλη!
Εις τσι Πρασσές την πήγαινε ελιές για να μαζέψει
για να τση κάμει τα προυκιά, για να τηνέ παντρέψει.
Εις τσ’ έντεκα του Γεναργιού μην είχα ξημερώσει,
μην είχα βγει ο ήλϊος τον κόσμο για να ζώσει,
όντε ’θελα το βουληθεί να πάει να την πάρει
και από ’κεί την έπαιρνε, στα Χάρκια να την πάει.
Μα στσι Πρασσές στον ποταμό καλά κακά περάσαν,
μα τον παντέρμο τον Πλατύ πολύ τον εδειλιάσαν!
Στα ίσα πάνω πήρανε κι ήταν ανακλαημένη:
«Σήμερο θα πνιγούμενε» τω φιλενάδω λέει.
«Για το Θεό, πατέρα μου, σύρε το τό μουλάρι
κι ο ποταμός είναι δριμύς, μήμπας και μάσε πάρει!»
«Κράθειε και καβαλίκευγε, κόρη μου, το μουλάρι,
μα το μουλάρι είναι καλό και δε θα μάσε πάρει.»
Όντεν εκοντοφτάνανε εις του Πλατύ τη μέση
εκάμνυσε τ’ αμάθια τζη ντελόγο για να πέσει.
Έπεσε αυτός στη μια μεριά, στην άλλη το μουλάρι,
το κακορίζικο κορμί καθόλου δεν εφάνη!
Την Παρασκή ξημέρωμα στον ποταμό γιαγέρνει
και το νερό την είχενε στη σφάκα ακουμπισμένη.
«Όφου, παιδί μου Μαριγώ, νυστάζεις γ-ή κοιμάσαι,
γ-ή μπας σε πήρε ο ποταμός γι’ αυτό παραπονάσαι;»
Και κλαίει και σκοτώνεται, σκίζουνται τα λαγκάδια,
έκειά ’πρεμαζευτήκανε βοσκοί και παλληκάρια.
«Όφου, παιδί μου Μαριγώ, τούτη την εβδομάδα
κάνω τον ποταμό γαμπρό, νύφη την καντονάδα!
Όφου, παιδί μου Μαριγώ, άσπρο μου περιστέρι,
γιάντα δεν ήρθενε ο γαμπρός να μου φιλήσει χέρι;»
Σώπα, καημένε Κωσταντή, μη μπας και αρρωστήσεις,
μην είναι η Μαριγώ αφορμή κι αδικοθανατίσεις…[12]
«Νεράιδες μου, κόψετε το χορό, έκραξεν ο κόκκινος!»
“Αγία Άννα, έλα, έλα! Με τη δάφνη σου, με τα θάματά σου! Νοικοκερά τω Χαρκιώ, μάνα τω Χαρκιανώ! Εσένα θαρρεύγομαι κι εσένα ολπίζω!”
«Στην κάτω μπάντα τω Χαρκιώ στέκει το ξωκλήσι τσ’ αγίας Άννας. Ποιος τό ’χτισε; Άθρωπος δε γατέχει –γέρος δε θυμάται, χαρτί δε γράφει, τραγούδι δε λέει, παραμύθι δε μολογά! Μά ’χει ένα ντέμπλο ξομπλιαστό, ζηλευτά σκαλισμένο, και λένε πως ένας βοσκός ήρχουνταν κάθε χρόνο στο χωριό με τα οζά ντου και λίγο λίγο το ’πελέκανε κάθε φορά, να το κάμει στολίδι τσ’ εκκλησάς! Μα τον επήρεν ο Θεός, και δεν επρόφταξε να το τελειώσει.
»Λένε πως ήβρανε το κόνισμα στου … το καφενείο, κι ελογιάζανε να χτίσουν την εκκλησά εκειά, και κάθ’ αργά εβάνανε το κόνισμα εκειά σε μια θυρίδα, και το πρωί το βρίχνανε στον τόπο πού ’ν’ η εκκλησία εδά –έκειά τό ’θελενε πούρι η γι-αγία Άννα το σπίτι τζη.
»Έκειδα ’ποπάνω στην Αγίαν Άννα ανέβαινεν ένας Χαρκιανός κι είδε τζι νεράιδες ετούτεσές κι επλύνανε κι εκοπανίζανε τα ρούχα ντωνε, σα τζι γυναίκες! Ε τη χαρά ντωνε πως ’θελα τόνε φάνε! Μα κείνος έκαμε ντο σταυρό ντου κι εγινήκανε γιαμιάς χασόφτερα!
»Απόξω στην πόρτα τσ’ Αγίας Άννας είναι μια δάφνη φυτρωμένη –Θεός κατέχει απ’ όντας πότες, πόσους καιρούς και χρόνους κρατεί ’κειδά! Μα λένε πως ήσανε τρεις αδερφίδες και τσί ’θεκεν η μπανώκλα στο καδελέτο[13]! Και τσι ’θάψανε και τσι τρεις εκειδέ, στον πόρο τσ’ εκκλησίας, να τσί ’χει η αγία Άννα στο χορό τζη –κι απού το μνήμα ντωνε ’βγήκεν ετούτο το δεντρό, και δοξάζει πάντα ντου τσι ψυχές τωνε, να το θωρούν οι χωριανοί, να τώνε συχωρούνε, για να τσ’ αγιάσει ο Θεός και να τσι κάμει αγγέλους…
»Κι ήτονε και μια φορά, στην Τουρκοκρατία, ο Γιουσούφης! Χα, κι ήθελενε, λέει, ο μπουρμάς, να κάμει την εκκλησά τρόχαλο, να τση βάλει φωθιά, να τήνε κάμει άθο! Παρμένα τά ’χανε βέβαια οι χωριανοί τα κονίσματα και τα χώσανε στου Μαθιού την Πεζούλα. Και γλακά ο Γιουσούφης, και τρυπώνει στο μ-πέργιαυλο, να βάλει τη φωθιά! Και τόνε μαρμαρώνει η αγία Άννα, κι αν ήθελεν ας εκούνειε! Κι εγίνηκεν ο κακομοίρης, ο κακόσκωτος, απού το φόβο ντου ολάσπρος! Κι έταξενε δυο σημαντήρια στην εκκλησά, κι εμπόρεσε γ-κι ελύθηκε κι επήγεν εις το σπίτι ντου –κι έφερε ντο τάσσιμό ντου (όι, πώς ’θελα το κάμει!;) κι ακόμη σώζεται τό ’να σημαντήρι.
»Ε, τέθοιο πανηγύρι, σαν τα παλιά! Τέθοια εορτή που ’γίνουντανε τσ’ αγίας Άννας, ζηλευτή στον κόσμο! Είντα τα ’θέλαμεν εμείς τα μεγαλεία; το μεγαλείο τση καρδιάς μας έφτανε κι επερίσσευγε να μάσε στένει!
»Κι εμαζώνουνταν τα Χαρκιανά τα σόγια –καλή ντων ώρα!– κι ελειτρούγαν’ ο παπάς μαζί με τα πουλιά και με τσ’ αγγέλους! Και καλώς τσι τσ’ άρτους τω νοικοκεράδω, ζυμωμένες στα σπίθια και πατημένες με τη σφραγίδα! “Πολλά τα έτη σας, χωριανοί, βοήθειά μας η χάρη τσ’ αγίας!” – “Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, προσέλθετε!!” –Να το Μυστικό Δείπνο, που ξαναγίνεται την ώρα που ο Αμβρόσιος, κι άλλοι παπάδες (Αρκαδιώτες καλογέροι) μεταλαβαίνουνε τσι χρισθιανούς.
»Και καλώς τονε το Ήλιο, το βασιλιά, καλώς και το Χριστό με μιλλιούνια αγγέλους και αγίους στη σύναξή μας –και ξεχωρίζουνε, μ’ ολόχρυσες αρχοντικές φορεσιές, η αγία Άννα κι η Παναγία, σκολιανά ντυμένες!
»Και μετά, πανηγύρι. Ο Διαμαντοστελής με τη λύρα, και το κέφι στσ’ ουρανούς! Χαρκιανοί μερακλήδες, τραγουδιστάδες και χοροστελιωτάδες, παρεάρχοι όμορφοι, πρεπισμένοι και μπεγεντισμένοι, Χαρκιανές μερακλίδες, τραγουδίστρες και χορεύτρες, που κουζουλαίνουνε το νου και ξεσηκώνουν την καρδιά, σα τζι μανταρινιές τσ’ αθισμένες, χαρώ τσι!
»Μα είντα, παράδεισος είναι τούτοσές ο τόπος; Παράδεισος δεν είναι, τόπος είναι απάνω στη γης, με καλούς και κακούς ανακατερούς αθρώπους, αγάπες και μίσητα, όργητες, συφέροντα, και καλοσύνη κι αθρωπιά και παλληκαριά κι έρωντα κι ομορφιά και προκοπή με κόπο μεγάλο! Ο τόπος μας είναι, θες άλλη εξήγηση;»
«Έκραξεν ο άσπρος!»
«Στο καλό, καλοκεράδες, νεράιδες τω μ-ποταμώ, αερικά, νυχτονοικοκεράδες! Λύνομαι από σας, μπορώ και μιλώ, δε θέλω την τέχνη σας, έρχεται η μέρα, έρχεται η αγία Άννα, έρχομαι κι εγώ!»
Οι νεράιδες, στρινιάζονας σα τζι σκάρες (σαν όρνια), χύνονται φτεροκοπώντας στα βάθη του Αρκαδιώτικου φαραγγιού. Οι πλαγιές είναι γεμάτες κακαρίσματα από περήφανους βασιλιάδες πετεινούς (που φέρνουν τη Μέρα, ξορκίζοντας τα στοιχειά) και πλουμισμένες καμαρωτές κρητικές πέρδικες.
Πίσω απ’ το βουνό ακούγεται η καμπάνα της Αγίας Άννας –ο παπάς μπαίνει στη λειτουργία κι οι Χαρκιανοί σύντομα θα καταπλεύσουν από κοντά και μακριά με τον άρτο τους και τη σκολιανή, τη γιορτάσιμη, καρδιά τους!
Ο νιος ο λιγνομέσης, ο φεγγαροπρόσωπος κι ανοιχτοκουταλάτος, εγλίτωσε τη ζωή και το νου ντου. Δεν έμαθε το παίξιμο το ξωτικό, μα ταξίδευε σε τόπους απάτητους από θνητούς ανθρώπους! Έγινε ο Παραμυθάς, και καρτεράτε τον στο σπίτι σας (όπου κι αν ζείτε, σ’ όποια πόλη του κόσμου κι αν κατοικείτε, κι αν αγωνίζεστε να ζήσετε εσείς και τα παιδιά σας), καρτεράτε τον τα ήσυχα βράδια του καλοκαιριού ή τις ψυχρές νύχτες των Χριστουγέννων (προπάντων στις εικοσιπέντε του Ιούλη, της Αγίας Άννας της Χαρκιανής), να παρηγορήσει την καρδιά σας όχι με ψεύτικες ελπίδες, μα με αληθινές.
Δε θα σας ξεχάσει. Θέλει μόνο τζάκι αναμμένο ή γιασεμί ανθισμένο και καρδιά ανοιχτή, έτοιμη για το παραμύθι.
Καλημέρα, παράξενε, μικρέ και όμορφε Κόσμε μας!…
[1] «Σηκώνει τ’ αρθούνι ντου» (=το ρουθούνι του): κάνει τον ψηλομύτη.
[2] Αστερισμοί. Πηλιά είναι η Πούλια, οι Πήχες, δύο άστρα που απέχουν μεταξύ τους μια πήχη, ο Κήτης, δυο μικροσκοπικά άστρα που λάμπουν πλάι πλάι και μοιάζουν με τα μάτια του κάτη (της γάτας), και είναι, κατά την παράδοση, ένας ουράνιος Κάτης που ψάχνει στον κόσμο μας για μποντικούς, η Αίγα (=κατσίκα) είναι ένας αστερισμός που αποτελείται από ένα μεγάλο άστρο συνοδευόμενο από δυο μικρά (η αίγα και τα ριφάκια τζη), πιο πίσω άλλο ένα μεγάλο και δυο μικρά (ο βοσκός με τσι σκύλους του που τήνε κυνηγούνε) και ακόμα πιο πίσω μια τζουφουλέ άστρα (μια συστάδα άστρα, το μαντρί με τις υπόλοιπες αίγες), άμα φτάξει την αίγα ο βοσκός (ελέγανε οι παλιοί), θα χαλάσει ο κόσμος!
[3] Από αφήγηση της Αθηνάς Βασιλακάκη σε μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Χαρκίων το 1995, με δάσκαλο το Γιώργο Πολάκη.
[4] Το ρόβι είναι καρπός που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή. Οι Τούρκοι βάνανε τσι Κρητικές να χορεύουνε ξυπόλητες πάνω σε χυμένο ρόβι, για να γλιστρούν και να πέφτουν, με ευνόητες συνέπειες!
[5] Κυριολεκτικά άντρας με ορά (=ουρά), που, από ιατρικής απόψεως, είναι μια ιδιομορφία του κόκκυγα, οι οραδάτοι άντρες (κυριολεκτικά και μεταφορικά) θεωρούνταν από την παράδοση αντρειωμένοι και πολύ δυνατοί.
[6] Από καταγραφή των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Χαρκίων το 1995, και σύγχρονη αφήγηση του Αντώνη Κατικάκη.
[7] Μουτίζω: υποτάσσομαι, παραδίνομαι, προσκυνώ.
[8] Από καταγραφές των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Χαρκίων το 1995
[9] 25 Ιουλίου, ημέρα της εορτής της Αγίας Άννας των Χαρκίων.
[10] Ξεμιστεύγω: γλιτώνω κάποιον από μπελά.
[11] Ριμαδόρος: λαϊκός ποιητής.
[12] Καταγραφή της Μαρίας Βασιλακάκη.
[13] Καδελέτο: υποτυπώδες κοινόχρηστο φέρετρο.